-
1 World
subs.The inhabited globe: P. ἡ οἰκουμένη.All men: P. and V. πάντες.The whole Greek world: P. τὸ Ἑλληνικόν.The Universe: P. κόσμος, ὁ.In this world and the next: V. κἀκεῖ κἀνθάδε, P. καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν ᾍδου (Plat., Gorg. 525B).If in the next world, so also in this: P. εἴπερ ἐκεῖ κἀνθάδε (Plat., Rep. 451B).Gentle in this world he is gentle in the next: Ar, ὁ δʼ εὔκολος μὲν ἐνθάδʼ εὔκολος δʼ ἐκεῖ (Ar., Ran. 82).The under-world: P. and V. ᾍδης, ὁ.In the under-world: P. and V. κάτω, ἐκεῖ, ἐν ᾍδου, V. νέρθε(ν), ἔνερθε(ν).From the under-world: P. and V. κάτωθεν, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).To the under-world: P. and V. εἰς ᾍδου, ἐκεῖσε.Of the under-world, adj.: P. and V. χθόνιος (Plat. but rare P.), V. νέρτερος.Those in the under-world: P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, οἱ ἐκεῖ, V. οἱ ἔνερθε, οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see Dead.If after all those in the under-world have any perception of what happens in this: P. εἰ ἄρα τοῖς ἐκεῖ φρόνησίς ἐστι περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων (Isoc. 308B).Where in the world? P. and V. ποῦ γῆς;Nowhere in the world: P. γῆς οὐδαμοῦ (Plat., Rep. 592A).Not for the world: P. and V. οὐδαμῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > World
См. также в других словарях:
μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… … Dictionary of Greek
Μεν, Ζαν ντε- — (Jean de Meun, περ. 1240 – 1305). Γάλλος ποιητής. Συνέχισε το ποίημα Μυθιστόρημα του ρόδου, προσθέτοντας νέα επεισόδια (αλληγορικά πάντοτε) που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά μιας εκλεπτυσμένης ιδιοσυγκρασίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από άκρατο… … Dictionary of Greek
ου μεν ουν — οὐ μὲν οὖν (ΑΜ, Α και οὐμενοῡν) (εισάγει αρνητική έκφραση σε αποκρίσεις, καθώς και για αντιλογία ή διόρθωση φράσης που προελέχθη ή εισήγησης) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, λοιπόν όχι αρχ. οὐμενοῡν... γε όμως όχι τουλάχιστον, όμως όχι λοιπόν,… … Dictionary of Greek
ακάτρ μεν — (a quatre mains). Παρτιτούρες ορχήστρας διασκευασμένες για πιάνο με δύο εκτελεστές που παίζουν συγχρόνως. Η διασκευή αυτή γίνεται για να μπορέσουν να αποδοθούν στο πιάνο λεπτομέρειες ενός έργου γραμμένου για ορχήστρα και οι οποίες δεν θα… … Dictionary of Greek
Άουτκολτ, Ρίτσαρντ Φέλτον — (Richard Felton Outcault, Λάνκαστερ, Οχάιο 1863 – 1928). Αμερικανός δημοσιογράφος και σχεδιαστής κόμικς, ο θεωρούμενος πατέρας του κόμικ στριπ. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και πρώτος… … Dictionary of Greek
πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek